- κοσμοποιητής
- κοσμοποιητήςcreator of the worldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμοποιητής — κοσμοποιητής, ὁ (Α) [κοσμοποιώ] ο δημιουργός τού κόσμου … Dictionary of Greek
κοσμοποιητήν — κοσμοποιητής creator of the world masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιητικός — κοσμοποιητικός, ή, όν (Α) [κοσμοποιητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημιουργία τού κόσμου … Dictionary of Greek